- Χάρητα
- Χάρηςneut nom/voc/acc plΧάρηςmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάκητα — και κάκιτα η θυμός, εχθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. ητα ή < κακία με επίδραση τών ουσ. σε ητα (πρβλ. όργητα, χάρητα)] … Dictionary of Greek
Χαίρις — Αρχαίος Έλληνας γραμματικός της σχολής του Αρίσταρχου. Έγραψε Διορθωτικά εις Όμηρον και σχόλια στα έργα του Αριστοφάνη. Μερικοί τον ταυτίζουν με τον Χάρητα, μαθητή του Απολλωνίου … Dictionary of Greek